ἐπάλξεων

ἐπάλξεων
ἐπάλξεω̆ν , ἔπαλξις
means of defence
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερίπνη — ἐρίπνη και ἐρίπνα, ἡ (Α) 1. απότομος βράχος, γκρεμός 2. φρ. «ἐπάλξεων ἐρίπναι» τα άκρα τών επάλξεων ή οι πύργοι πάνω από τις επάλξεις (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω, με τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ ) τού θέματος] …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ελέπαλξις — ἑλέπαλξις, η (Μ) πολιορκητική μηχανή για το γκρέμισμα τών επάλξεων …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • κατάξυρος — κατάξυρος, ον (Α) φρ. «κατάξυροι θυρίδες» τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι πολεμίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. κατα ξυρώ] …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • λιθάς — λιθάς, άδος, ἡ (Α) [λίθος] 1. λίθος, βράχος («σεῡεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (με περιλπτ. σημ.) α) βροχή λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», Αισχύλ.) β) σωρός λίθων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”